- κολοβώματος
- κολόβωμαthe part taken away in mutilationneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόθεση ή προσθετική — Κάθε συσκευή που τείνει να αντικαταστήσει ένα όργανο ή ένα μέρος του σώματος που λείπει, εξαιτίας ατελούς ανάπτυξης ή άλλων παθολογικών αιτίων, όπως π.χ. στον οδοντιατρικό, οφθαλμολογικό, καρδιολογικό τομέα. Με ευρύτερη έννοια μπορούν να… … Dictionary of Greek
γαστρεκτομή — Χειρουργική επέμβαση που αποσκοπεί στην ολική ή μερική αφαίρεση του στομαχιού. Οι δύο βασικοί τύποι γ. είναι η ολική και η ευρεία. Στην πρώτη, που επιχειρείται σε περιπτώσεις καρκίνου, αφαιρείται ολόκληρο το στομάχι, μαζί με τους γειτονικούς… … Dictionary of Greek
κολόβωμα — το (AM κολόβωμα) [κολοβώ] 1. ακρωτηριασμός, κουτσούρεμα («οὐδέν τι τῶν ζῴων ἐλλιπὲς ἔχον μόριον ἐκ κολοβώματος ἐθύετο», Τζέτζ.) 2. το τμήμα μέλους ή οργάνου που απομένει μετά τον ακρωτηριασμό … Dictionary of Greek
ομφαλεπίδεσμος — ο 1. επίδεσμος που τοποθετείται στο κολόβωμα τού ομφαλού τού νεογνού, μέχρι την απόπτωσή του και την επούλωση τού κολοβώματος 2. κηλεπίδεσμος που συγκρατεί στη θέση τους τα κοιλιακά σπλάγχνα τών ατόμων που πάσχουν από ομφαλοκήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek